- εύαρχος
- εὔαρχος, -ον (Α)1. αυτός που κυβερνά καλά2. αυτός που κυβερνάται εύκολα3. αυτός που αρχίζει καλά («εὔαρχος λόγος», Λουκιαν.)4. (για τον πρώτο αγοραστή στην αγορά) αυτός που κάνει καλή αρχή, καλό «σεφτέ».[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ «καλώς» + -αρχος (< άρχω), πρβλ. φύλ-αρχος].
Dictionary of Greek. 2013.